- επολβίζω
- ἐπολβίζω (AM)μακαρίζω, καλοτυχίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολβίζω «κρίνω ευτυχή» (< όλβος «ευτυχία, αφθονία, πλουτος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπολβίζω — call happy pres subj act 1st sg ἐπολβίζω call happy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολβίζουσιν — ἐπολβίζω call happy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπολβίζω call happy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολβίζων — ἐπολβίζω call happy pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)